ανάκληση

ανάκληση
Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα του έργου, με σκοπό την επευφημία τους (μπιζάρισμα). Το έθιμο της α. χρονολογείται από τον 17o αι. Πρώτος συγγραφέας και ηθοποιός τον οποίο ανακαλούσαν συχνά πάνω στη σκηνή αναφέρεται ο Μολιέρος. Έθιμο ανάλογο με την α. υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα, στους αγώνες για τη βράβευση δραματουργού. Ο βραβευμένος ποιητής εμφανιζόταν στο κατάμεστο από θεατές θέατρο, μετά από κάλεσμα του κήρυκα, ο οποίος και τον στεφάνωνε. Συνηθιζόταν επίσης και η α. ενός χορευτήή ηθοποιού που είχε διακριθεί στον ρόλο του,τον οποίο τότε επαναλάμβανε. Για να τον καλέσουν πάνω στη σκηνή, οι θεατές φώναζαν το επιφώνημα αύθις. (Νομ.) Α. αποκαλείται η ακυρωτική πράξη με την οποία πρό σωπο ή όργανο της πολιτείας εξουδετερώνει τις συνέπειες άλλης πράξης, η οποία έγινε από το ίδιο προηγούμενα (α. πληρεξουσίου, α. διαθήκης, α. δωρεάς κλπ.).
* * *
η (Α ἀνάκλησις) [ἀνακαλῶ]
νεοελλ.
1. κλήση για επιστροφή, επαναφορά, επάνοδος
2. άρση, ακύρωση, ματαίωση
3. επαναλαμβανόμενη πρόσκληση («ανάκληση επί σκηνής»)
αρχ.
1. επίκληση
2. προσαγόρευση, χαιρετισμός
3. κάλεσμα με κραυγές
4. παράγγελμα για υποχώρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάκληση — η 1. η πρόσκληση για επιστροφή: Η κυβέρνηση αποφάσισε την ανάκληση του πρεσβευτή μας. 2. ματαίωση, ακύρωση: Έγινε ανάκληση των διορισμών στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών. 3. «ανάκληση στην τάξη», παρατήρηση σε κάποιον που παρεκτράπηκε στη Βουλή, σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

  • έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …   Dictionary of Greek

  • ανακλητήριος — ια, ιο (Α ἀνακλητήριος) 1. αυτός που προκαλεί ανάκληση*, επιστροφή, επάνοδο 2. αυτός που επισημοποιεί ακύρωση, ο ακυρωτικός αρχ. ἀνακλητήρια, τα γιορτή που γινόταν κατά τη στέψη βασιλέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκληση( ις). Η λ. ανακλητήριος με τη… …   Dictionary of Greek

  • δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαγωγία — (I) η, ΝΜΑ τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.) νεοελλ. μσν. (σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων …   Dictionary of Greek

  • διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… …   Dictionary of Greek

  • ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας …   Dictionary of Greek

  • ανάμνηση — η (AM ἀνάμνησις) [ἀναμιμνήσκω] ανάκληση στη μνήμη, αναπόληση, ενθύμηση νεοελλ. 1. αυτό που αναπολεί κανείς, που φέρνει στη μνήμη του 2. ενθύμιο, αναμνηστικό 3. στον πληθ. οι αναμνήσεις τα απομνημονεύματα μσν. 1. «ὁ ἐπὶ τῶν ἀναμνήσεων»,… …   Dictionary of Greek

  • αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”